- κληρωτικός
- κληρ-ωτικός, ή, όν,A of or for casting lots, τὸ -κόν (sc. ἀγγεῖον) Ath.10.450b.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κληρωτικός — κληρωτικός, ή, όν (AM) [κληρώ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κλήρωση ή αυτός που χρησιμεύει για κλήρωση 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κληρωτικόν (ενν. ἀγγεῑον) η κληρωτίδα. επίρρ... κληρωτικῶς (Μ) με κληρωτικό τρόπο, με κλήρωση … Dictionary of Greek
κληρωτικόν — κληρωτικός of masc acc sg κληρωτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληρωτικαί — κληρωτικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληρωτικοί — κληρωτικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληρωτικῶς — κληρωτικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)